Στα 12 σου περίπου έρχεται η στιγμή που αρχίζει και σε κουράζει η παιδικότητα. «Μαμά, πότε θα μεγαλώσω; Πότε θα μείνω μόνος μου; Πότε θα γίνω δυνατός σαν το μπαμπά, μαμά; Πότε θ’ αγαπήσω και θ’ αγαπηθώ;» Τα χρόνια περνάνε, η εφηβεία έρχεται και φεύγει, μαζί με τις επαναστάσεις χωρίς αιτία, την αμηχανία και τις κρίσεις ταυτότητας. Μαζί με τα άδολα όνειρα, τις μεγάλες φιλοδοξίες και τις αγνές ιδεολογίες. Και κάπως έτσι, στα 18, μπαίνεις στον κόσμο των μεγάλων.
Δεν ανήκεις όμως εκεί. Είσαι ένα παιδί. Ένα μικρό παιδί που φοράει το κουστούμι του μπαμπά του και το χαμόγελο της μαμάς του. Έχεις περάσει 12 χρόνια στα θρανία προσπαθώντας να μάθεις τι θα πει ζωή. Το ακούς, το διαβάζεις, το αποστηθίζεις… όμως δεν το κατανοείς. Τίποτα δε σε έχει προετοιμάσει σωστά για τις αποφάσεις που θα κληθείς να πάρεις, για τα λάθη που θα κάνεις και δε θα μπορείς να διορθώσεις.
«Μαμά, έσπασα το βάζο. Συγγνώμη, θα σου πάρω άλλο με το χαρτζιλίκι μου. Στο υπόσχομαι, μαμά.» Μόνο που το βάζο είναι κρυστάλλινο και μεγάλο και σπάνιο και δε μπορείς να το πληρώσεις. Τα κομμάτια του έχουν σκορπιστεί παντού και δεν επιδιορθώνεται. Και τώρα το σπίτι είναι άδειο και μουντό και οι τύψεις σου βαράνε την πόρτα. Εχθρός του εαυτού σου είσαι εσύ, εσύ έσπασες το βάζο και δε μπορείς πια να κατηγορήσεις το φίλο σου που σ’ έσπρωξε και το ‘ριξες.
«Μαμά, μη μ’ αφήσεις να μεγαλώσω και μεγαλώσουν τα προβλήματα μου. Κράτα με στο σπίτι για να μη νιώσω ποτέ μοναξιά. Μη μου δώσεις τη δύναμη του μπαμπά γιατί δεν ξέρω πώς να τη χρησιμοποιήσω. Εμπόδισε με απ’ το ν‘ αγαπήσω, γιατί η αγάπη είναι σκληρή και πληγώνει.»
«Μαμά,
γερνάω. Μαμά, φοβάμαι.»
shadeslayer
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου