· λήθη < αρχαία ελληνική λήθη < λήθω ουσιαστικό, θηλυκό Ορισμός : η λησμονιά , το σβήσιμο από τη μνήμη, το να μη θυμάσαι πια η λησμονιά , η κατάσταση κατά την οποία δεν σε θυμάται κανείς · Συγγενικές λέξεις: λάθος, λαθραίος, αλήθεια Άραγε πόσα άτομα αναγκάστηκες να ξεχάσεις και να αφήσεις πίσω και πόσα ακόμα θα υπάρξουν στη ζωή σου; Κάποια από αυτά τα επέλεξες εσύ, κάποια λαθραία εισέβαλαν στη ζωή σου, μα όλα κατέληξαν να σου είναι απαραίτητα. Και όμως ήρθε η μέρα που τα άτομα αυτά σε πρόδωσαν, σε πλήγωσαν, σε απέρριψαν. Ήταν λάθος σου που τους επέτρεψες να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι σου; Δεν έχει σημασία πια. Το μόνο που προσπαθείς μανιωδώς είναι να απαλλαγείς από το αίσθημα του θυμού, την απώλειας, της απόγνωση...
- το blog για τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας.......
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου