©manos kalafatelis
Το χαμένο γάντι είναι η πιο στενάχωρη εικόνα του Χειμώνα. Ένα θλιβερό ειρωνικό σχόλιο της πόλης στο άδειασμα και στη ματαίωσή μας. Ένα γάντι που έβγαλε ένα κορίτσι στο δρόμο για να χαϊδέψει ένα σκυλί, για να κουμπώσει το παλτό, για να πιάσει το μπαλόνι της. Γάντια μέσα στις λάσπες, στα πάρκα, με σημάδια από ρόδες που πέρασαν από πάνω τους. Ένα γάντι που ξεχάστηκε στη στάση είναι μια ιστορία που δεν έχει ακόμα γραφτεί. Θυμάσαι που ήταν καλοκαίρι και κάναμε ωτοστόπ στους μεθυσμένους τουρίστες; Τρώγαμε καρπούζι και φτύναμε ο ένας τα κουκούτσια στον άλλο. Μεθούσα απ’ τον ήλιο και το αλάτι κι από σένα. Ήταν τόσο εύκολα το καλοκαίρι. Τώρα είναι χειμώνας κι όλο χάνεις τα γάντια σου. Τα ξεχνάς στο πίσω κάθισμα στο ταξί, εκεί που βγάζεις τα ψιλά σου. Στα αναγνωστήρια, στα σκαλιά στον Τέταρτο, που μιλάς με εκείνο το ωραίο γκομενάκι που γνώρισες στο πάρτυ των Πολιτικών Μηχανικών. Βγάζεις το ένα για να γυρνάς τις σελίδες του βιβλίου σου στον ηλεκτρικό και το ξεχνάς εκεί, στο κάθισμά σου, να κάνει το ίδιο δρομολόγιο κάθε μέρα, Πατήσια-Πειραιάς. Τουλάχιστον εκείνο ταξιδεύει.
Να είσαι ξεχασμένο γάντι και να ‘ναι Χριστούγεννα δεν είναι πολύ ωραίο. Κι είναι κρίμα να υπάρχουν απόψε τόσα χέρια να κρυώνουν και τόσα γάντια να μένουν ξεχασμένα, σαν ιστορίες που θέλουν να ειπωθούν και κανείς δε γουστάρει ν’ακούσει. Μου θυμίζουν αυτούς τους ανθρώπους που δε θα λείψουν σε κανέναν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Που κοιμούνται στο παγκάκι στην Ασκληπιού και η κουβέρτα τους είναι πολύ μικρή και δε φτάνει μέχρι τα πόδια τους κι έτσι φοράνε πολλές πολύχρωμες κάλτσες. Είναι εκείνοι που δε θα τους πει κανείς καλά χριστούγεννα, που θα τους προσπεράσεις στο φανάρι, στη γωνία κι ίσως να σκοντάψεις στην κουβέρτα τους καταλάθος έτσι όπως θα βιάζεσαι για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ξέρεις ποιούς λέω. Είναι τα παιδιά των φαναριών και το κοριτσάκι με τα σπίρτα απ’ τα παραμύθια σου κι εκείνο το αγόρι που μαζεύει τις γόπες γύρω απ’ τα πεζοδρόμια κι αν τον κοιτάξεις θα σε κοιτάξει πίσω. Kι αν ευχηθείς άλλη μία φορά να χιονίσει απόψε, κανένα δελτίο των οχτώ δε θα γράψει το όνομά τους. Δίπλα σου περνάει εκείνος που η οικογένειά του τον έδιωξε όταν έμαθε πόσο πρεζάκι είναι. Είναι από εκείνους τους τύπους που ο μόνος που τους λέει δυο κουβέντες είναι ο σκύλος τους. Που δεν έχουν για ποιόν να νοιαστούν αν κρυώνει κι έτσι δεν τους νοιάζει που κρυώνουν εκείνοι. Και δεν είναι και λίγοι φέτος τα Χριστούγεννα.
Ίσως πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια να θυμηθούμε όλα αυτά που αφήσαμε τον εαυτό μας να ξεχάσει, κι όμως μας περιμένουν εκεί, στη γωνία της ματαιοδοξίας και της χριστουγεννιάτικης κενότητάς μας, σαν γάντια στη στάση ενός λεωφορείου. Αυτά τα μικρά κι ασυνάρτητα που επιλέγουμε να ξεχνάμε γιατί μας πόνεσαν παραπάνω από πολύ. Η ζωή θα συνεχίζει κι εκείνα θα υπάρχουν. Τα διάφανα μεσημέρια θα συνεχίσω να γράφω πάνω στα εισιτήρια όπως μου έμαθες. Τα καλοκαίρια στις Μικρές Κυκλάδες θα περπατάω ξυπόλητη στα βράχια και θα τσαλακώνω πάντα το ψάθινο καπέλο μου από νευρικότητα όταν με φιλάς. Θα ξεχνάω τα γάντια μου στο μετρό, πάντα στην κόκκινη γραμμή κι όλα θα ναι ίδια ή και ίσως πολύ διαφορετικά. Τα χαμένα σου γάντια κάνουν τώρα παρέα με τις κάλτσες που χάθηκαν στο πλυντήριο, με τα κλειδιά που ξεχάσαμε και με τα φιλιά που μας έκλεψαν. Είναι όλα ευτυχισμένα στη χώρα που χορεύουν όλοι, όλη μέρα. Εκεί που δεν υπάρχουν στους δρόμους χαμένα γάντια, κι αν υπάρχουν κάποιος τα μαζεύει και τους φτιάχνει μια καινούρια ζωή. Όμως, όχι εδώ.
το κορίτσι του μετρό
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου