Συνέχεια έλεγα ότι θα λάτρευα να σπουδάσω εκτός Αθηνών. Να γνωρίσω καινούρια μέρη, καινούριους δρόμους, καινούρια μαγαζιά, καινούριες συνήθειες, καινούριους ανθρώπους. Θα ήταν μια νέα εμπειρία, μια νέα αρχή για το οτιδήποτε μπορεί να έκανα στραβά στη ζωή μου. Σήμερα, όμως, έκανα μια βόλτα στη γειτονιά μου και το ξανασκέφτηκα. Αποφάσισα πως θα μου έλειπε, μαζί με όλους μου τους φίλους, η γειτονιά μου.
Προσπάθησα να φανταστώ πως είναι για κάποιον γέρο όταν γυρίζει στη γειτονιά που μεγάλωσε. Η γωνία έξω από το σπίτι όπου κάθε πρωί συναντούσες φίλους και γνωστούς και αντάλλαζες καλημέρες. Η είσοδος του φροντιστηρίου όπου μαζευόμασταν όλοι πριν αρχίσει ένα ακόμα κουραστικό, πολύωρο μάθημα.
Προσπάθησα να φανταστώ πως είναι για κάποιον γέρο όταν γυρίζει στη γειτονιά που μεγάλωσε. Η γωνία έξω από το σπίτι όπου κάθε πρωί συναντούσες φίλους και γνωστούς και αντάλλαζες καλημέρες. Η είσοδος του φροντιστηρίου όπου μαζευόμασταν όλοι πριν αρχίσει ένα ακόμα κουραστικό, πολύωρο μάθημα.
Μετά, έβαλα τη φαντασία μου να με περπατήσει μέχρι το προαύλιο του σχολείου. Τα πρόσωπα των παιδικών μου φίλων, πάντα γελαστά. Το γέλιο των παιδιών από το διπλανό δημοτικό και τα παιχνίδια που μας κρατούσαν απασχολημένους για ώρες. Οι περίπατοι που κάναμε στον διπλανό λόφο. Διαγωνιζόμασταν συνεχώς για το ποιος θα είναι πιο χαρούμενος. Δεν είχαμε λόγο να νοσταλγούμε και να αναπολούμε το παρελθόν. Ζούσαμε τη στιγμή.
Τότε στάθηκα για λίγο στο παλιό μας στέκι. Τόσες όμορφες στιγμές… Γέλια, πειράγματα, παιχνίδια μέχρι να μας διώξουν και μετά πάλι το επόμενο πρωί. Πρέπει να τους ενοχλούσαμε όλους τόσο πολύ, μαγαζάτορες και πελάτες μαζί… Αλλά πώς να διώξεις τη χαρά και την αγάπη από δίπλα σου; Γιατί αυτά προσφέραμε. Την πιο αυθεντική μορφή χαράς και αγάπης.
Συνεχίζοντας έφτασα τη γωνία που είχαμε σηκώσει ένα φίλο μας στα χέρια και τον πηγαίναμε βόλτα. Πέρασα από τη στάση που περίμενα κάθε πρωί. Τόσα πολλά λεπτά ανυπομονησίας και άγχους για το αν θα αργήσω. Αν ήξερα καλύτερα θα μίλαγα στον διπλανό μου. Και όταν θα ερχόταν το λεωφορείο μου θα το άφηνα να με προσπεράσει για να περιμένουμε μαζί το δικό του. Πέρασα από το περίπτερο που γέμιζε τα στομάχια μας κάθε βράδυ, τη πλατεία που μεθύσαμε για πρώτη φορά, τη παιδική χαρά που ξέφυγα και ένιωσα πραγματικά τρελός για πρώτη φορά, τη γωνία που κάθε μεσημέρι αποχαιρετούσα τον πιο στενό μου φίλο και τον έβρισκα πάλι εκεί το επόμενο πρωινό.
Πέρασα από τόσα μέρη και, όπως πέρναγα εγώ αυτά και αυτά προσπέρναγαν εμένα, έφτασα στον δρόμο. Τον δρόμο που ποτέ στη ζωή μου, ούτε για μια φορά, δε κατάφερα να περπατήσω βιαστικά. Πάντοτε ένιωθα τον χρόνο να αλλοιώνεται σε εκείνο το σημείο της γειτονιάς μου. Είτε από χαρά, είτε από λύπη, πάντοτε ένιωθα μια αόρατη δύναμη να συγκρατεί τα πόδια μου σε εκείνη τη γωνία και να μη μπορώ να κινηθώ. Να μη με αφήνει να φύγω από εκείνη την πολυκατοικία που ορθωνόταν μπροστά μου ψηλή και επιβλητική. Κάποιοι θα το πουν παιδικές ανοησίες, εγώ θα το πω έρωτα. Η δύναμη που έχει κάποιος να σε ανεβάσει πιο ψηλά από τον θεό με μια του μόνο λέξη και να σε ρίξει στο έδαφος με μια άλλη. Το να έχει κάποιος το χέρι του μέσα στο μυαλό σου και να ανακατεύει τις σκέψεις σου και τα συναισθήματά σου με μια του κίνηση. Αυτό λέω εγώ έρωτα. Το να είσαι ανίσχυρος απέναντι σε κάποιον και να μη σε νοιάζει, απλά και μόνο επειδή σου φτάνει το ότι είσαι απέναντί του.
Με αυτά και με εκείνα, με όλες τις αναμνήσεις να πλημυρίζουν το θολό μυαλό μου, θυμήθηκα ότι είχα ένα μέρος μόνο για εμένα, ένα μέρος για να ηρεμώ.
Έτσι ανηφόρισα… Μόλις έφτασα κάθησα να απολαύσω τη γαλήνη, να αδειάσω το μυαλό μου από κάθε σκέψη. Τι θρυλικό μέρος και αυτό. Εδώ πάνω έχω βιώσει κάθε δυνατό συναίσθημα… Χαρά, ενθουσιασμό, ανυπομονησία, ελπίδα, έρωτα, αγάπη, άγχος, λύπη, απογοήτευση, απαισιοδοξία, απελπισία, ζήλια, θυμό, οργή, μίσος.
Ένα μέρος αρκετά κοντά στον ουρανό για να του φωνάξω και να μοιραστώ μαζί του την ευτυχία μου. Ένα μέρος αρκετά κοντά στον θεό για να βλαστημήσω και να τον προκαλέσω όταν όλα μου πάνε στραβά. Ένα μέρος για να χάσω τον εαυτό μου, μόνο και μόνο για να τον βρω αργότερα, όταν θα τον έχω μεγαλύτερη ανάγκη. Ένα μέρος που μπορώ να φωνάξω τα συναισθήματα μου σε όλη την Αθήνα, μα δε θα με ακούσει κανείς.
Είναι ένα πράγμα το να αναπολείς στιγμές της ζωής σου και άλλο το να τις αναβιώνεις περπατώντας τα μέρη που τις έζησες. Κάπου κάπου μπορώ να δω τα φαντάσματα των ξεχασμένων φίλων και των ανεκπλήρωτων ερώτων να με τριγυρίζουν και να μου διηγούνται ξανά τις ιστορίες που ζήσαμε μαζί. Μπορώ να νιώσω το παγωμένο τους άγγιγμα όπως με πλησιάζουν. Μπορώ να τους ακούσω να ψιθυρίζουν πως ήρθε η ώρα να πάω και εγώ μαζί τους, να χαθώ μέσα στις αναμνήσεις.
Νιώθω κουρασμένος, νιώθω ότι γέρασα, μα είμαι μόλις δεκαοκτώ χρονών.
Νιώθω κουρασμένος, νιώθω ότι γέρασα, μα είμαι μόλις δεκαοκτώ χρονών.
Η γάτα του Schrodinger
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου