"Έχω μείνει στη θέση που
με άφησες για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να έχει περάσει πολύς
καιρός
γιατί τα νύχια μου μακρύνανε και
οι φίλοι μου με φοβούνται."
Κατερίνα Γώγου
Είχα βάλει το "La
Valse d'Amelie" του Yann Tiersen να παίζει συνεχόμενα. Άναψες τσιγάρο. Τα ρούχα μου μυρίζουν πάντα τσιγαρίλα- εξαιτίας σου! Μου είπες τόσα πολλά εκείνο το βράδυ. Το κάνεις συνέχεια αυτό! Μιλάς ακατάπαυστα ενώ στην πραγματικότητα δεν έχεις τίποτα να πεις. Θες να καλύψεις αυτήν την παρατεταμένη σιωπή, που είναι η μόνη που ακούγεται μετά απ' τα πιο μεγάλα μας λόγια. Και μιλάς πάντα σιγανά, ίσα που κάλυπτε η φωνή σου τον εκκωφαντικό ήχο του λεπτοδείκτη του ρολογιού μου εκείνο το βράδυ. Πόσο σε εκνεύριζε αυτός ο ήχος!
Μου είπες όλα όσα φοβόμουν ότι θα μου πεις. Σε κάνω, λες, να μπερδεύεις
τους χρόνους, γιατί θα 'πρεπε να μιλάς για μας σε Παρατατικό, ενώ εσύ
χρησιμοποιείς ακόμα Ενεστώτα. Εγώ ξέρω όμως ότι δεν είναι οι χρόνοι που σε
μπερδεύουν, αλλά τα πρόσωπα. Πάντα α' ενικό χρησιμοποιούσες! Τότε σε
δικαιολογούσα, δεν σ' άρεσε άλλωστε ποτέ η γραματική. Εσένα σ' άρεσαν τα
Μαθηματικά κι οι ακριβείς υπολογισμοί. Σου έδινα "χ", μου ανταπέδιδες
"χ". Σου έδινα "2χ", μου επέστρεφες "2χ". Γι'αυτο
δεν προχωρούσαμε. Γιατί ζύγιαζες την αγάπη και το ενδιαφέρον, ενώ εγώ ήθελα να
πολλαπλασιάζουμε τα "χ" με συντελεστές ασύλληπτους. Δεν στα είπα όλα
αυτά. Μονάχα τα σκεφτόμουν μέσα σε ατέλειωτες σιωπές που σου τρύπαγαν τα αυτιά.
Φεύγοντας έδειχνες ανακουφισμένη. Δεν σου είπα λέξη, δεν προσπάθησες όμως να
καλύψεις τη σιωπή μου. Στο τέλος φαίνεται εξοικιώθηκες μαζί της. Με κοίταξες
μόνο με αυτόν τον τρόπο που με κοίταζες κάθε βράδυ Κυριακής, σαν να μου λες:
"Νιώθω τόσο απεγνωσμένη που είναι πάλι Δευτέρα αύριο!" Κι έτσι απλά,
έφυγες.
Δεν είσαι εσύ που μου λείπεις, αλλά από τότε
που έφυγες αισθάνομαι ότι κάτι λείπει από τον ίδιο μου τον εαυτό. Μια απουσία
ανώνυμη, η φυγή σου όμως καθόλα νόμιμη. Με εκείνα τα μισόλογα που είπαμε, με
αυτές τις μακροσκελείς σιωπές, βάλαμε τελεία εκεί που δεν έπρεπε και κόψαμε την
πρόταση στη μέση. Μπήκες κι εσύ στο συρτάρι με τα μισοτελειωμένα βιβλία.
Αφήσαμε το χρόνο να περάσει ανάμεσά μας. Κι αυτό ήταν. Απομακρυνθήκαμε. Γιατί,
παρόλο που μένεις στο παραδίπλα τετράγωνο, ο χρόνος είναι η μεγαλύτερη απόσταση
που χωρίζει δύο τόπους. Τον κόσμο σου απ' τον κόσμο μου.
Όποτε μυρίζω τσιγάρο θα θυμάμαι εσένα.
Το ίδιο και κάθε φορά που ακούω Τρύπες, γιατί Λονδίνο, Άμστερνταμ και Βερολίνο
μόνο με σένα θέλω να πάω. Να συνεχίζεις τα βράδια, λίγο πριν κοιμηθείς, να
παίζεις μπροστά στον καθρέφτη την Μπλανς απ' το "Λεοφορείον ο Πόθος"
και να παίρνεις κι εκείνο το δραματικό ύφος που καθόλου δεν σου πήγαινε. Κι άμα
καμιά φορά ξανασυναντηθούμε, δε θέλω να μιλήσουμε. Τίποτα να μην πούμε, ούτε
λέξη. Μ' αρέσουν οι σιωπές μας. Κοίταξέ με μόνο με εκείνο το βλέμμα που μου
έριχνες τα πρωινά της Δευτέρας, σα να μου λες: "Το ξέρω, είναι πάλι
Δευτέρα ρε γαμώτο. Μαζί σου όμως έρχεται πιο γρήγορα το Σάββατο." Και μετά
γύρνα απ' την άλλη και φύγε.
ρημαδιό
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου