Ήταν ένα κορίτσι
μακρινών αποστάσεων που
ερωτεύτηκε τις μακρινές
αποστάσεις.
Φοβόταν πάντα
τις ράγες. Την
τρόμαζε
ο
μεταλλικός
ήχος
του
τρένου
και
οι
θόρυβοι
της
νύχτας.
Φοβόταν
όλα
αυτά
απ’ τα
οποία έφευγε
κι
όλα
εκείνα
στα
οποία πήγαινε. Φοβόταν τα
βραδινά
ταξίδια
με
το
τρένο
χωρίς
κανέναν
να
μετράει
τις
φακίδες
της
για
να
κοιμηθεί.
Χωρίς
μαλακούς
ώμους
στο
διπλανό κάθισμα
και
χωρίς
κρουκ
κρουκ
από ροδάκια
βαλίτσας
δίπλα στο
δικό
της
σακίδιο.Τα
φοβόταν
μέχρι
που στο
τέλος
τα
ερωτεύτηκε.
Πιο
πολύ απ’ όλα
φοβόταν
εκείνο
το
αγόρι.
Δε
μπορώ να
σου
εξηγήσω
και
σίγουρα
δεν
μπορείς να
καταλάβεις.
Έχει
παιδικά μάτια
και
γελάει
μ’ όλο
του
το
σώμα,
δεν
μπορώ να
σου
εξηγήσω
πώς. Σφυρίζει
πάντα μια
μπόσα νόβα
κι
έχει
στο
αριστερό
του
μάγουλο
μια
ελιά
από σοκολάτα.
Όταν
του
λένε
σ’αγαπώ τρομάζει κι
όταν
μιλάει
πειράζει τα
μαλλιά
του.
Έχει
μια
ελιά
στο
μπράτσο του
πάνω από μια
φλεβίτσα
κι
οταν
παίζει κιθάρα
η
ελιά
του
χορεύει.
Και
θέλω
να
πάρω ενα
τραπουλόχαρτο και
να
του
το
κολλήσω
στη
μούρη.
Ή
στην
καρδιά,
για
να
μη
μπαίνει κρύος
αέρας.
Στα μακρινά ταξίδια
πάντα θυμάσαι
όλα
εκείνα
που σου
είπαν και
δεν
έδωσες
σημασία.
Η
μικρή
μου
μαθήτρια
με
ρώτησε
γιατί
οι
αντωνυμίες
δεν
έχουν
χρόνους.
Γιατί
δεν
λέμε
εσύ
χτες
για
πολλή ώρα
κι
εσύ
χτες
για
μια
στιγμή.
Εσύ
παλιά κι
εσύ
αύριο,
μετά
από μας
και
μετά
από μένα.
Μπερδεύεις το
συντακτικό
μου,
πάντα το
κάνεις.
Κουράστηκα
που σ’ αγαπάω πολλές φορές την
ημέρα,
με
πολλούς τρόπους κάθε
φορά.
Βγάζω
απ’ τη
βαλίτσα
τα
βιβλία
των
φίλων
μου,
που τα
πήρα χωρίς
να
το
ξέρουν.
Κλέβω
τα
αγαπημένα βιβλία
των
αγαπημένων μου
ανθρώπων. Έτσι
τους
έχω
δικούς
μου
για
πάντα. Διαβάζω
λίγο
απ’ το
καθένα
κι
είναι
σαν
να
τελειώνει
το
ένα
την
ιστορία
του
άλλου.
Οι
πολλές μας
παράλληλες ιστορίες
γράφονται
μαζί,
όπως τα
βιβλία
μας,
και
μπλέκονται η
μία
με
την
άλλη
τόσο
που δεν
θυμάμαι
πια τι
έζησα
εγώ
και
τι
εκείνοι.
Ο
σιδερένιος
ήχος
απ’ τις
ράγες
ταιριάζει
ωραία
με
τους
Sigur Rós στα
ακουστικά
μου.
Το
βαγόνι
είναι
σκοτεινό
και
παίζω φιδάκι
με
το
αγόρι
στο
απέναντι κάθισμα.
Κάθε
τόσο
πειράζει
τα
μαλλιά
του,
όπως εσύ.
Θα
του
βάλω
χρυσόσκονη
στο
γάλα
του
όταν
κοιμηθεί.
Το μικρό μου γαλάζιο βαλιτσάκι όλο ταξιδεύει. Βλέπει ασημένιες κατηφόρες που φτάνουν στη θάλασσα και γαλάζια ηλιοβασιλέματα. Τετράγωνα χωράφια το ένα πλάι στο άλλο. Πολιτείες με ανθρώπους με κόκκινα μάγουλα και ζεστά χέρια. Βλέπει τους σταθμούς να περνάνε άδειοι -χωρίς κανέναν να περιμένει. Είναι πολύ μπανάλ πια να περιμένεις κάποιον στον σταθμό του τρένου. Βλέπει τα χρωματιστά φαναράκια της Ξάνθης, παραλίες με άσπρη μαλακή άμμο και ξημερώματα στην Κομοτηνή με κατακόκκινους ήλιους. Στις ανηφόρες τραντάζεται στο ράφι των αποσκευών πάνω απ’ το κεφάλι μου. Στο επόμενο ταξίδι θα πάρω κι εσένα μαζί. Βλέπεις ήθελα να σε βάλω μέσα αλλά περίσσευες. Ήταν όλα σου πολύ μεγάλα και το βαλιτσάκι μου πολύ μικρό. Και δεν ήθελα να αφήσω πίσω τίποτα από σένα.
το κορίτσι του μετρό
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου