Τα
βράδια είναι οι πιο δύσκολες ώρες. Οι σκέψεις παίρνουν χρώμα και σχήμα, οι
εφιάλτες γεννιούνται μέσα από λευκά όνειρα, το σκοτάδι κυριεύει τις υπάρξεις.
Πάντα όμως, υπάρχει κάποιος που φέρνει τη μέρα και το φως στη ζωή μας.
{« Ε φοβάμαι θα σαλτάρω εδώ πέρα. Δέκα τηλέφωνα το ένα χειρότερο απ’ το άλλο… Ο ένας άρρωστος, η άλλη πηγμένη στη δουλειά, ο τρίτος -ο κολλημένος- κλαίει και οδύρεται για την τύπισσα –ακόμα. Και φυσικά η μαμά μου εξέθεσε όλα τα προβλήματα της οικογένειας, απ’ το οικονομικό μέχρι τη γαρδένια στη βεράντα που πάνω στο άνθισμα κάηκε. Και τί να πω και εγώ; Κλείστε με, έχουμε και δικά μας προβλήματα; Μιλούσα με τις ώρες, έδινα λύσεις τη μία μετά την άλλη (όχι πάρε καλύτερα σιρόπι, όχι μην πας στο Βερολίνο με οτοστόπ για να τη βρεις) και ξεχνιόμουν λίγο. Κάθε φορά, όμως, που έληγε η συζήτηση και έκλεινε το τηλέφωνο, ήμουν ακόμα χειρότερα. Βυθισμένη για ώρα στα προβλήματα άλλων, είχα αποπροσανατολιστεί τελείως και τα δικά μου πετάγονταν μπροστά μου κάθε φορά πιο ορμητικά. Τώρα έχω καταλήξει στο ότι ή θα έρθεις να με πάρεις με το αυτοκίνητο ή θα δοκιμάσω να πνίξω τον πόνο μου στον Γιάννη τον Περπατητή που τον σιχαίνομαι κιόλας.»
{« Ε φοβάμαι θα σαλτάρω εδώ πέρα. Δέκα τηλέφωνα το ένα χειρότερο απ’ το άλλο… Ο ένας άρρωστος, η άλλη πηγμένη στη δουλειά, ο τρίτος -ο κολλημένος- κλαίει και οδύρεται για την τύπισσα –ακόμα. Και φυσικά η μαμά μου εξέθεσε όλα τα προβλήματα της οικογένειας, απ’ το οικονομικό μέχρι τη γαρδένια στη βεράντα που πάνω στο άνθισμα κάηκε. Και τί να πω και εγώ; Κλείστε με, έχουμε και δικά μας προβλήματα; Μιλούσα με τις ώρες, έδινα λύσεις τη μία μετά την άλλη (όχι πάρε καλύτερα σιρόπι, όχι μην πας στο Βερολίνο με οτοστόπ για να τη βρεις) και ξεχνιόμουν λίγο. Κάθε φορά, όμως, που έληγε η συζήτηση και έκλεινε το τηλέφωνο, ήμουν ακόμα χειρότερα. Βυθισμένη για ώρα στα προβλήματα άλλων, είχα αποπροσανατολιστεί τελείως και τα δικά μου πετάγονταν μπροστά μου κάθε φορά πιο ορμητικά. Τώρα έχω καταλήξει στο ότι ή θα έρθεις να με πάρεις με το αυτοκίνητο ή θα δοκιμάσω να πνίξω τον πόνο μου στον Γιάννη τον Περπατητή που τον σιχαίνομαι κιόλας.»
Αυτή η αλλούτερη προσωπικότητα έχει δύο
θέματα. Ένα: μιλάει (και γκρινιάζει) πολύ. Δύο: έχει τάσεις φυγής. Παλιότερα
έμπαινε μόνη στο αυτοκίνητο και έφευγε. Κι ήταν κι ευφάνταστη η άτιμη. Τη μια
έπινε μπύρες στην γέφυρα της Χαλκίδας μέχρι το πρωί, την άλλη είχε πάει στο
αεροδρόμιο και μελετούσε τη συχνότητα των αεροπλάνων μεταξύ 2 και 5 τα
ξημερώματα. Η αγαπημένη της βόλτα όμως είναι πιο κοντινή. Αυτή κάνουμε πια όταν
με παίρνει τηλέφωνο απελπισμένη για λίγο οξυγόνο.
«Πρόσεχε. Δε θα μάθει κανείς ότι βγήκα.
Πιθανό κράξιμο: 1) για το διάβασμα 2) γιατί δεν βγήκα μαζί του ενώ μου το
ζήτησε 3) γιατί πάλι δε θα βγω με τα κορίτσια απ’ τη σχολή και δεντιςσυμπαθω-δενκανωαληθινεςσχεσεις-βαριεμαιπουζω-μπλαμπλαμπλα.
Που θα πάμε; Θες να πάμε μακριά ή κάπου κοντά; Μπα μωρέ πάμε κάπου κοντά, να
γυρίσουμε και νωρίς. Πάμε μέχρι την περιφερειακή του Υμηττού να χαζέψουμε την
Αθήνα λίγο και την κάνουμε.»
Είναι πάντα η ίδια. Η ίδια απεγνωσμένη φωνή
που δεν μ’ αφήνει να της πω αυτά που θέλει ν’ ακούσει, αλλά τα λέει μόνη της
για συντομία. Ξέρει ότι τα ξέρω, άλλωστε μόνο εγώ την ξέρω τόσο καλά, μόνο
εμένα άφησε να την μάθω απόλυτα. Κι αυτό γιατί είμαστε ίδιοι και μόνο εγώ μπορώ
να την καταλάβω. Φοβάται ότι κανείς άλλος δεν θα τολμήσει να τα παρατήσει όλα
για χάρη της, να μπει στο αυτοκίνητο και να την πάει στον Υμηττό. Φοβάται ότι
κανείς δεν θα συγχωρέσει το ψέμα της. Γιατί είναι ψέμα ότι θέλει να πάει για
λίγο. Θέλει να πάει για όσο διαρκεί η νύχτα, θέλει να αναπνεύσει όσο οξυγόνο
χωράνε τα πνευμόνια της, θέλει να τραγουδήσει όσα πιο πολλά τραγούδια της
εκπομπής μας μπορεί, θέλει να κλέψει όσες περισσότερες εικόνες της «ερωμένης»
της, της Αθήνας. Φοβάται μήπως εγώ φύγω και δε μπορέσει ξανά να αποδράσει. Δε
φοβάται ένα πράγμα∙ την άρνησή μου. Ποτέ δε θα της πω όχι.
«Πάλι σε ξεσήκωσα κι εσένα. Και δεν έχω και
τι να σου πω. Είναι πολλά που συμβαίνουν αλλά δεν μπορώ να τα βάλω σε σειρά
τώρα. Πειράζει να κάτσουμε και να χαζέψουμε απλά;»
Θα μπορούσα να την πιέσω να μου πει. Θα
μπορούσα να ξεκινήσω ένα λογύδριο για το πόσο την αγαπώ και πόσο θα έκανα τα
πάντα για εκείνη. Θα μπορούσα να της πω ότι καταλαβαίνω πόσο σημαντικό είναι
για εκείνη να κάθεται μόνη της και να ρεμβάζει –κι εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι την
ελευθερία. Τα ξέρει όλα αυτά. Της απάντησα δε πειράζει και της κράτησα το χέρι.
Στο δρόμο της μεγάλης φυγής , αυτόν τον μεγάλο και αέναο που παίρνουμε καμιά
φορά τα βράδια, εμείς είμαστε και θα είμαστε μαζί.}
Είμαι η Νεφέλη και το αγαπημένο μου τραγούδι
είναι το runaway
των Bon
Jovi που λέει «oh, she's a little runaway, daddys girl….». Μέχρι το επόμενο «γι’
αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα να πολεμάτε».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου