Ίσως είναι λίγο μακάβριο το κείμενο αυτό. Ο
κόσμος δεν αντέχει να διαβάζει για θάνατο. Κατευθείαν λυπάσαι τον άλλο και σκέφτεσαι
ποσό τυχερός είσαι που είσαι καλά. Κι όμως καλό είναι και αυτό. Κάποιος που περνάει
το ίδιο ίσως δει τον εαυτό του, ποτέ δε ξέρεις. Όπως και να ‘χει εσύ κάποια πράγματα
πρέπει να τα βγάλεις από μέσα σου, ανώνυμα, γιατί δε ζητάς τίποτα από κανέναν.
Ο θάνατος δεν έρχεται ποτέ
μόνος, απλώνεται τριγύρω. Δεν χορταίνει με έναν. Όταν έρχεται,
οι
μέρες ξημερώνουν γκρι.
Πασχίζεις
με νύχια και με δόντια,
Να
ζεις. Οι περισσότεροι δεν τα καταφέρνουν -αν αναρωτιόσουνα ποτέ,
Να,
Έτσι φτιάχνονται οι μουντοί άνθρωποι που
βλέπεις κάθε μέρα στα τρένα και τα λεωφορεία. Έτσι χάνεται η λάμψη μας- Ο θάνατος
μοιάζει με μαύρο σύννεφο, αιωρείται, μια σπιθαμή πάνω από το κεφάλι σου.
Σε ακολουθεί όπως ο πιστός σκύλος. Μάταια
παλεύεις για τη λάμψη σου. Τα βράδια το σύννεφο, ορμά από κάθε τρύπα και σχισμή
του κεφαλιού σου και προσπαθεί να εισχωρήσει. Ουρλιάζεις υποταγμένος στο
αναπόφευκτο. Μα όσο και αν παρακαλάς να παραδοθείς στην λυσσαλέα του επίθεση, ο
θάνατος δεν χωράει.
"Πως κάποιος υπάρχει την μια μέρα και την άλλη εξαφανίζεται
;" "Πως εξακολουθούν να υπάρχουν όλα, αλλά όχι αυτός ;"
Και
ξανά και ξανά, προσπαθεί
Μα
το σύννεφο δεν χωράει ποτέ στο νου σου.
Τα ρούχα σου είναι όπως τα άφησες,
η κολόνια σου στο κομοδίνο, η τσάντα σου κρέμεται - νεκρή κι αυτή - στην
ξύλινη καρέκλα στην κουζίνα, και η ρόμπα σου η γαλάζια απαλή σαν εσένα, έχει ακόμα
την μυρωδιά σου. Τα βραδιά, κρυφά, την παίρνω αγκαλιά για να κοιμηθώ και το πρωί
έντρομη, την μυρίζω να δω αν είσαι ακόμα εκεί. Υπάρχεις. Δεν μπορεί.
γιασεμί
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου