Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

''Οι Λέξεις'', του Ζαν Πωλ Σάρτρ

  Ακριβώς πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις λέξεις, έκανα delete σε ένα άλλο αρχείο word στο laptop μου. Eδώ και δυο βδομάδες, είχα αποφασίσει να γράψω κάτι καινούργιο, που να συγκεντρώνει όλες μου τις σκέψεις του τελευταίου καιρού και να μπορεί να μου προσφέρει μια στοιχειώδη ‘’ψυχοθεραπεία’’. Ήθελα απλά πολύ να γράψω κάτι καινούργιο, γιατί είχα και αρκετό καιρό να το κάνω. Στο μυαλό μου ωρίμασε ένα κείμενο που θα μιλούσε για την αιώνια σύγκρουση μεταξύ της λογικής και των ενορμήσεών μας. Αλλά ειδικά για το δεύτερο, δεν ήξερα πώς ακριβώς να το ορίσω. Ήθελα να μιλήσω για όλες αυτές τις επιθυμίες που είναι καθαρά ζωώδεις, αλλά πολύ περισσότερο για το πώς, ακόμα και όταν πράττουμε νομίζοντας ότι διακατεχόμαστε πλήρως από τη λογική μας, το ασυνείδητο είναι αυτό που θα κυριαρχεί Έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι είμαστε παντοδύναμοι, επειδή δήθεν μπορούμε να εξηγήσουμε τα πάντα λογικά, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ούτε για τον ίδιο μας τον εαυτό. Μα όλες οι παραπάνω σκέψεις κατέληξαν στον κάδο ανακύκλωσης του laptop. Σκέφτηκα ότι όλα όσα θα σας παρουσίαζα ως δικές μου σκέψεις, συνοψίζονται στο βιβλίο που μου τις γέννησε, ‘’Λέξεις’’ του Ζαν Πωλ ΣαρτρΔεν ήθελα να ‘’προδώσω’’ το πραγματικό νόημα του βιβλίου.
  
  Περνώντας καθαρά στο ‘’γράμμα’’ του βιβλίου, δε μπορούμε να μιλήσουμε παρά για μια αυτοβιογραφία. Σε μία ενδελεχή αυτοψυχανάλυση’’ με μόνη αναφορά στην παιδική του ηλικία, μαθαίνουμε πως οδηγήθηκε αρχικά στην ανάγνωση και μετέπειτα στη συγγραφή, πάντα σε εξαιρετικά μικρή ηλικία.  Ο αναγνώστης γνωρίζει σταδιακά όλο το γενεαλογικό δέντρο του συγγραφέα, διεισδύοντας σε όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της οικογένειάς του, οι οποίες διαδραματίζουν κεντρικότατο ρόλο. Με το βιβλίο γραμμένο σε έναν διαρκή μονόλογο σχεδόν χωρίς κεφάλαια, μοιραία όλοι σας θα μπείτε στη θέση του, ακόμη παιδιού, Σαρτρ. Από την ασφυκτική πίεση του παππού του, μέχρι την προστατευτική, υποτιμημένη μητέρα του και την διάπλαση του ναρκισσιστικού εαυτού του,  το βιβλίο σφύζει από καταστάσεις που ζει κάθε οικογένεια, με αποτέλεσμα την απόλυτη ταύτιση. Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει, πώς η πίεση και η ανταγωνιστική σχέση με τον παππού του, τον έκανε αυτό που είναι, αποδομώντας κάθε σχέση ‘’εξουσίας’’ μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα, εξισώνοντάς μας μαζί του. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια εξομολόγηση με στόχο τη λύτρωση του συγγραφέα και την ανάδειξη της ψυχαναλυτικής επιστήμης, ως κοινό τόπο και μόνη πραγματική αλήθεια κάθε ατόμου.
  
  Από την άλλη, θα έλεγα πως το βιβλίο αποτελεί εξαιρετικό έναυσμα για περαιτέρω εμβάθυνση. Το ψυχαναλυτικό στοιχείο αποτελεί ίσως μόνο το πρώτο σκαλί για τη σκέψη μας. Γιατί ο Σαρτρ να θέλει να απογυμνωθεί τόσο μπροστά μας; Προσωπικά, ως αναγνώστης, είχα την διαρκή εντύπωση, μιας διαρκούς προσπάθειας αυτοαποκαθήλωσης του μεγάλου αυτού συγγραφέα. Είναι σαν να θέλει εξομολογηθεί ότι απλά ‘’έτυχε’’ να γίνει συγγραφέας λόγω της παιδικής του ηλικίας. Άλλωστε, αυτή η ‘’αυτοαποκαθήλωση’’ διαφαίνεται και από το γεγονός ότι αρνήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας γιαυτό το βιβλίο. Έτσι, συνεχίζοντας τη σκέψη μου, ένιωσα ότι μιλά για τον εαυτό του, ώστε να αναιρέσει την όποια ιδέα υπάρχει περί ‘’μεγάλου’’ στοχασμού. Αναιρώντας κάθε διδαχή μεγάλης αλήθειας και νοήματος, επιστρέφει στον πυρήνα της ίδιας μας της ύπαρξης, κάτι που δε θα μπορούσε να λείπει από έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του φιλοσοφικού ρεύματος του υπαρξισμού. Καταναλογία με τις παράλογες ιστορίες του Κάφκα, ο Σαρτρ επιλέγει, στο αποκορύφωμα της σκέψης του, να παρουσιάσει γυμνή την ανθρώπινη ύπαρξη. Την ύπαρξη που δε χρειάζεται καμία επίδειξη στοχαστικής δεινότητας για να ευτυχήσει. Την ύπαρξη που ευδοκιμεί στην διαρκή αναζήτηση και όχι στην ανακάλυψη. Τη ζωή, ως μια διαρκή, λυτρωτική ελευθερία των επιθυμιών.

Υ.Γ.:  Θα ήθελα να τονίσω το γεγονός ότι δεν έχω διαβάσει άλλο βιβλίο του συγγραφέα, ούτε έχω αρκετά ερεθίσματα φιλοσοφίας. Συγχωρείστε με για λάθη. Ήθελα να μοιραστώ την εντύπωση και ερμηνεία μου. Ελπίζω να αποτελέσει έναυσμα για αναζήτηση, αλλά και για περισσότερες προτάσεις βιβλίων στους κομπάρσους.
δικηγοράκος
 




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

της λήθης το πηγάδι

·         λήθη   <   αρχαία ελληνική   λήθη   <   λήθω ουσιαστικό,  θηλυκό Ορισμός : η  λησμονιά , το σβήσιμο από τη μνήμη, το να μη θυμάσαι πια                  η  λησμονιά , η κατάσταση κατά την οποία δεν σε θυμάται κανείς ·         Συγγενικές λέξεις: λάθος, λαθραίος, αλήθεια       Άραγε πόσα άτομα αναγκάστηκες να ξεχάσεις και να αφήσεις πίσω και πόσα ακόμα θα υπάρξουν στη ζωή σου; Κάποια από αυτά τα επέλεξες εσύ, κάποια λαθραία εισέβαλαν στη ζωή σου, μα όλα κατέληξαν να σου είναι απαραίτητα. Και όμως ήρθε η μέρα που τα άτομα αυτά σε πρόδωσαν, σε πλήγωσαν, σε απέρριψαν. Ήταν λάθος σου που τους επέτρεψες να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι σου; Δεν έχει σημασία πια. Το μόνο που προσπαθείς μανιωδώς είναι να απαλλαγείς από το αίσθημα του θυμού, την απώλειας, της απόγνωση...

Όλα μου τα'μαθες μα ξέχασες ένα πράγμα.

      Είμαστε τελικά πολύ περίεργα όντα εμείς οι άνθρωποι. Μπερδεύουμε την απλή ύπαρξη με την πραγματική ζωή και επιτρέπουμε να χαθεί πολύτιμος χρόνος βυθισμένοι στα προβλήματα και στο εγώ μας. Ενώ λοιπόν βρισκόμαστε παγιδευμένοι στη δίνη των ανεξέλεγκτων ρυθμών της εποχής που-αν μη τι άλλο- μας επιβάλλει να θεριεύουμε τη ματαιοδοξία και τη φιλαυτία μας, κάπου εκεί στο βάθος υπάρχει μια διέξοδος απ´όλα αυτά, η οποία ακούει στο όνομα αγάπη. Φαντάζει όντως πολύ ουτοπικό και ρομαντικό μέχρι τη στιγμή που έρχεται η σειρά σου να το βιώσεις.      Υπήρχαν πάντοτε δύο είδη του  « σ´αγαπώ »  που κατέκρινα: αυτά που δεν εκφράστηκαν ποτέ και εκείνα που συνηθίζουν πλέον να ξεστομίζουν οι άνθρωποι με την πρώτη ευκαιρία βιαστικά και επιπόλαια στους άλλους. Γενικότερα, η σχέση μου με την αγάπη υπήρξε  « περίεργη »  κατά το παρελθόν, καθώς σπάνια εξέφραζα λόγια αγάπης πολλώ δε μάλλον το  « σ´αγαπώ μου » . Αυτή η αντιμετώπιση ίσως και να...

Γιατί πονάει τόσο η αγάπη;

«Γιατί πονάει τόσο η αγάπη;»… Θυμάσαι τότε που με ρώτησες; Είχα σαστίσει. Ήθελα να σε πάρω αγκαλιά και να σου φωνάξω πως δεν πονάει, πως ότι πονάει δεν είναι αγάπη και πως όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν το έκανα, ήξερα πως θα έλεγα ψέματα. Ναι, η αγάπη πονάει… Με τον δικό της τρόπο. Είναι ένας πόνος γλυκός, ζεστός, ίσως ακόμα και δίκαιος. Είναι ένας πόνος που θυμίζει εσένα και αυτό είναι που τον κάνει τόσο άσχημο. Με μία τόσο απλή ερώτηση με έριξες σε σκέψεις. «Γιατί δεν είναι εύκολη». Τι άλλο να σου έλεγα; Είναι το μόνο που ξέρω για την αγάπη και το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο, όπως όλοι μας. Αν ήταν κάτι το εύκολο, η αγάπη, δε θα είχε τόση αξία, θα την βαριόμασταν γρήγορα. Αν ήταν τόσο εύκολο το να αγαπήσεις και να αγαπηθείς θα ήταν όλα όμορφα και ρόδινα, τόσο που θα χάναμε την όρεξη να την κυνηγήσουμε. Πονάει, λοιπόν, για να σου δείξει την αξία της, εκεί κατέληξα. Δύο τρόπους έχει για να μιλήσει η αγάπη. Τον έναν μπορείς να τον πεις και έρωτα… Αυτό το συναίσθημα που σε κάνε...