Δεν είχα κάτι να σκεφτώ. Μόνο να
συνειδητοποιήσω και να παραδεχτώ. Ίσως
γιατί ποτέ δεν χρειάστηκε να το κάνω αυτό ξανά. Γιατί ένιωθα ήδη κάτι τόσο
δυνατό το οποίο δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι. Όχι γιατί δεν ήθελα. Η μάλλον,
ίσως όχι. Αλλά κυρίως γιατί δεν είχα ξανά αναμετρηθεί μαζί του. Το συναίσθημα
αυτό είναι τόσο δυνατό. Δεν μπορείς να το ελέγξεις. Σε ξεπερνά. Είναι αυτό που
σε κάνει να μην κοιμάσαι το βράδυ. Να κλαίς η να χαίρεσαι όταν πίνεις, να αφαιρείσαι
ξαφνικά, να χάνεσαι όταν είσαι έξω με φίλους. Το να το ονομάσω αγάπη θα ήταν υπερβολικά
ρομαντικό. Θα έλεγα κάτι που δεν είμαι άξια να πω ότι νιώθω. Όχι γιατί φταίει εκείνος,
αλλά γιατί αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη από μένα.
Αυτό λοιπόν το δύσκολο-να-ονομάσω συναίσθημα,
για το καλό μας πρέπει το αφήσουμε να μας κυριεύσει ,να μας κατακλύσει, να μην μείνουμε
σε σκέψεις οι οποίες θα μας κρατήσουν πίσω.
Πίσω από το να φτάσουμε ένα βήμα πιο κοντά στον άλλον και έτσι ένα βήμα πιο κοντά
στο εαυτό μας. Εγώ το συνειδητοποίησα. Ευτυχώς.
Έσωσα τον εαυτό μου. Η καλυτέρα, εκείνος με έσωσε από τον εαυτό μου.
Εκείνος.
Νιώθω κατώτερη του. Περίμενε. Και περίμενε πολύ.
Χωρίς να το άξιζα. Αν και μου φαίνεται παράλογο, και εγώ η ίδια το ίδιο θα έκανα.
Είναι λογικό αν κάποιος νιώθει αυτό το δύσκολο-να –ονομάσεις συναίσθημα να περιμένει.
Να υποβάλλει τον εαυτό του σε αυτή τη διαδικασία. Όπου το πώς θα είσαι, εξαρτάται
από το πώς θα είναι ο άλλος. Όπου ξέρεις ότι η παραμονή μπορεί να διαρκέσει
πολύ, αλλά το θες. Γιατί ίσως διοχετεύεις όλα αυτά τα «αδύνατον να εξαφανιστούν
συναισθήματα» κάπου. Όπου ο μόνος τρόπος
του να συνδεθείς με τον άλλον είναι το να περιμένεις, ίσως τελικά και να τα δίνεις
όλα εκεί. Και αυτό ίσως και να πρέπει. Το οφείλεις πρώτα στον εαυτό σου, έπειτα στον άλλον και κυρίως
σε αυτό που είναι δύσκολο-να-ονομάσεις.
Έτσι
και εγώ. Το κατάλαβα. Τότε δεν ήμουν έτοιμη. Τώρα είμαι. Σε ευχαριστώ για τον χρόνο.
Συγγνώμη για τον χρόνο.
Απορώ πως κάποιος μπορεί να το αντέξει. Εγώ ακόμη και τώρα δεν μπορώ. Όταν
θες να βγεις να του το φωνάξεις, αλλά είσαι μακριά και πρέπει να περιμένεις λίγο
ακόμα. Όλα αυτά που θες να πεις και ελπίζεις ότι θα είναι εκεί να τα ακούσει. Έστω
και αν εσύ άργησες και το μετανιώνεις. Μετανιώνεις για κάθε στιγμή που ενώ θα
μπορούσε να είναι διαφορετική, επέλεξες να μην είναι. Μακάρι και τότε να είχες επιλέξει
διαφορετικά.
Δεν υπάρχει
τίποτα πια. Ότι άλλο και να πούμε, απλά θα κρυβόμαστε. Και θα κρυφτούμε αργά
ενώ ήδη έχουμε φανερωθεί, κάτι που θα μας βγάλει εκτός παιχνιδιού. Και αυτό θα
είναι εις βάρος μας. Και ειδικά εγώ δεν το θέλω. Γιατί εγώ κρύφτηκα τελευταία, στο λάθος μέρος.
Τώρα όμως μπορώ να φανερωθώ. Τώρα που δεν υπάρχει τίποτα πια, παρά μόνο αυτό το
δύσκολο-να-ονομάσουμε.
Το μικρόβιο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου