Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

αυτοί που φεύγουν

  Κάθε φορά που περνάς από σταθμούς τρένων, να κοιτάζεις με προσοχή μέσα στο πλήθος. Ανάμεσα στους συνηθισμένους ταξιδιώτες, θα διακρίνεις ανθρώπους που δε μοιάζουν με τους άλλους. Είναι εκείνοι που μονίμως φεύγουν, ή μάλλον εύχονται να μπορούσαν. Αυτοί που δε κρατάνε ποτέ βαλίτσα παρά μια χούφτα όνειρα κρυμμένα στην τσέπη του μπουφάν τους. Έχουν το βλέμμα καρφωμένο στον πίνακα των αναχωρήσεων και σχεδόν ποτέ δε μπαίνουν στο τρένο, παρά σκύβουν το κεφάλι, κατσουφιάζουν και επιστρέφουν στις δουλειές τους. Όταν όμως μπουν στο τρένο, γυρίζουν πίσω μέρες μετά και μοιάζουν χαμένοι, σαν να αγάπησαν τόσο το ταξίδι που η επιστροφή τους διέλυσε. Το βλέμμα τους έχει κάτι από όνειρο, λες και είδαν πράγματα που εσύ δε θα δεις ποτέ.
  
  Ξέρεις για ποιους ανθρώπους λέω, υπάρχουν σίγουρα στη ζωή σου. Μπορεί να είσαι κι εσύ ένας από αυτούς. Όλο το χρόνο ονειρεύονται αεροπλάνα και το καλοκαίρι μισούν την Αθήνα. Κάπου στο μυαλό τους υπάρχει ένα χρονόμετρο που μετράει τη ζωή. Και μέσα στο χρόνο που τους απομένει μέχρι να ακουστεί το «μπιπ» του τερματισμού θέλουν να χωρέσουν όλες τις θάλασσες του κόσμου. Συνήθως, όταν τους μιλάς δε σου δίνουν σημασία, παρά κάνουν υπομονή μέχρι να τελειώσεις και μετά φλυαρούν με τις ώρες για τις αμέτρητες εμπειρίες που -ακόμα- δεν έχουν αποκτήσει. Είναι «τα ιστιοφόρα με τα πανιά τους ανοιγμένα» που τραγουδάει ο Παυλίδης. Και ποτέ, τίποτα δεν τους φτάνει.
  
  Ίσως τους θαυμάζεις για την επιμονή τους  και το πάθος τους για τη ζωή. Συχνά σε θυμώνουν γιατί αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στα όνειρα τους παρά στους ανθρώπους τους. Μπορεί να τους αποκαλείς τρελούς και να τους λυπάσαι που ποτέ δεν είναι ικανοποιημένοι. Ίσως πάλι να τους έχεις πια αποδεχτεί. Ένα όμως είναι σίγουρο.

Πάντα, μα πάντα, μα πάντα τους ζηλεύεις…

shadeslayer

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

της λήθης το πηγάδι

·         λήθη   <   αρχαία ελληνική   λήθη   <   λήθω ουσιαστικό,  θηλυκό Ορισμός : η  λησμονιά , το σβήσιμο από τη μνήμη, το να μη θυμάσαι πια                  η  λησμονιά , η κατάσταση κατά την οποία δεν σε θυμάται κανείς ·         Συγγενικές λέξεις: λάθος, λαθραίος, αλήθεια       Άραγε πόσα άτομα αναγκάστηκες να ξεχάσεις και να αφήσεις πίσω και πόσα ακόμα θα υπάρξουν στη ζωή σου; Κάποια από αυτά τα επέλεξες εσύ, κάποια λαθραία εισέβαλαν στη ζωή σου, μα όλα κατέληξαν να σου είναι απαραίτητα. Και όμως ήρθε η μέρα που τα άτομα αυτά σε πρόδωσαν, σε πλήγωσαν, σε απέρριψαν. Ήταν λάθος σου που τους επέτρεψες να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι σου; Δεν έχει σημασία πια. Το μόνο που προσπαθείς μανιωδώς είναι να απαλλαγείς από το αίσθημα του θυμού, την απώλειας, της απόγνωση...

Όλα μου τα'μαθες μα ξέχασες ένα πράγμα.

      Είμαστε τελικά πολύ περίεργα όντα εμείς οι άνθρωποι. Μπερδεύουμε την απλή ύπαρξη με την πραγματική ζωή και επιτρέπουμε να χαθεί πολύτιμος χρόνος βυθισμένοι στα προβλήματα και στο εγώ μας. Ενώ λοιπόν βρισκόμαστε παγιδευμένοι στη δίνη των ανεξέλεγκτων ρυθμών της εποχής που-αν μη τι άλλο- μας επιβάλλει να θεριεύουμε τη ματαιοδοξία και τη φιλαυτία μας, κάπου εκεί στο βάθος υπάρχει μια διέξοδος απ´όλα αυτά, η οποία ακούει στο όνομα αγάπη. Φαντάζει όντως πολύ ουτοπικό και ρομαντικό μέχρι τη στιγμή που έρχεται η σειρά σου να το βιώσεις.      Υπήρχαν πάντοτε δύο είδη του  « σ´αγαπώ »  που κατέκρινα: αυτά που δεν εκφράστηκαν ποτέ και εκείνα που συνηθίζουν πλέον να ξεστομίζουν οι άνθρωποι με την πρώτη ευκαιρία βιαστικά και επιπόλαια στους άλλους. Γενικότερα, η σχέση μου με την αγάπη υπήρξε  « περίεργη »  κατά το παρελθόν, καθώς σπάνια εξέφραζα λόγια αγάπης πολλώ δε μάλλον το  « σ´αγαπώ μου » . Αυτή η αντιμετώπιση ίσως και να...

Απόσπασμα - Clarice Lispector, Τα κατά Α.Γ. Πάθη

  Είχα εισέλθει στο όργιο του Σαμπάτ. Τώρα ξέρω τι συμβαίνει μές στο σκοτάδι τις νύχτες των οργίων. Ξέρω! Ξέρω με τρόμο: τα πράγματα οργιάζουν. Το πράγμα από το οποίο είναι φτιαγμένα τα πράγματα απολαμβάνει τον εαυτό του – αυτή είναι η ωμή χαρά της μαύρης μαγείας. Από αυτό το ουδέτερο έζησα - το ουδέτερο ήταν ο αληθινός μου αρχέγονος ζωμός. Προχωρούσα και αισθανόμουν τη χαρά της κόλασης.   … Ξεπερνούσα γρήγορα τον εθισμό μου, και η γεύση ηταν καινούργια σαν το μητρικό γάλα που δεν έχει γεύση παρά μόνο για στόμα ενός μωρού. Με την κατάρρευση του πολιτισμού και της ανθρωπιάς μου – που ήταν για εμένα μια οδύνη μεγάλης νοσταλγίας – με την απώλεια της ανθρωπιάς, άρχιζα να γεύομαι οργιαστικά την ταυτότητα των πραγμάτων. … Ως τότε οι εθισμένες μου αισθήσεις ήταν βουβές στη γεύση των πραγμάτων. Όμως η πιο αρχαϊκή και η πιο δαιμονική από τις δίψες μου με είχε οδηγήσει υπόγεια να κατεδαφίσω όλες τις κατασκευές. Η αμαρτωλή δίψα με οδηγούσε και τώρα ξέρω πως το να αισθάνεσαι τη γ...