Πάλλομαι
σ΄ ένα σάκο. Δεν ξέρω αν βλέπω, δεν ξέρω αν ζω, μα πάλλομαι. Είναι τόσο
μοναχικά εδώ. Ακούω τα ήρεμα νερά και αγγίζω το τίποτα. Δημιουργήθηκα από το
τίποτα κι εδώ θέλω να μείνω. Μόνο πάλλομαι. Δε σκέφτομαι, δεν αναπνέω,
παρασύρομαι.
Νιώθω το κεφάλι μου να μεγαλώνει. Σφίγγω τα
μάτια μου για να αντέξω. Από κάπου εξαρτώμαι. Βάζω το δάχτυλο στο στόμα μη
μιλήσω. Δεν πάλλομαι. Σκέφτομαι ότι πάλλομαι.
Μεγαλώνω, το νιώθω. Με το δάχτυλο στο στόμα
και τα μάτια ερμητικά κλειστά, μεγαλώνω. Πού πήγε το νερό και το τίποτα; Ακούω
επαναλαμβανόμενο θόρυβο κι αγγίζω το κελί μου με όλο μου το σώμα. Ασφυξία.
Θα νικήσω. Θα σπρώξω δυνατά και θα νικήσω. Θα
γίνω ξανά ένα με το τίποτα και τα ήρεμα νερά. Και δε θα σκέφτομαι ότι πάλλομαι.
Θα πάλλομαι. Δύναμη.
Κλαίω και φωνάζω. Μπαίνει αέρας μέσα μου. Τι
γίνεται; Κουνάω χέρια και πόδια και δεν πονάω. Ελευθερία!
Ανοίγω τα μάτια μου, γιατί νιώθω ελεύθερος. Ανεξάρτητος και ελεύθερος.
Φόβος. Δεν ξέρω που είμαι. Είναι τρομαχτικά εδώ και με τριγυρίζουν μεγάλες
φιγούρες. Ελευθερία; Δε μπορώ να είμαι μόνος μου, πεινάω και φοβάμαι.
Ακουμπάω πάνω στο σώμα μιας φιγούρας και
βρίσκω φαΐ. Το σώμα με χαϊδεύει στην πλάτη. Όλα θα περάσουνε.
Πάλλομαι στο στήθος της μαμάς μου. Είναι ωραία εδώ. Ακούω την καρδία της και
αγγίζω τρυφερά το απαλό της δέρμα. Δε θέλω ξανά να γίνω ελεύθερος. Εδώ θέλω να
μείνω.
Πέφτω και γελάω. Μιλάω και δε μιλάω. Παρατηρώ
το καθετί που με προσπερνάει. Και όλο σκέφτομαι. Ανυπόμονος να ανακαλύψω τα
πάντα, σκέφτομαι. Μαμά μη μ΄ αφήνεις.
Άσε με μαμά είμαι μεγάλος. Δες το πρώτο μου
δοντάκι. Δες τους φίλους μου. Δες το πρώτο μου βιβλίο .
Και τώρα που πονάω απ΄ τον παλμό της πάλης
μου, γιατί σκέφτομαι τον χτύπο, ρώτα με πού θέλω να γυρίσω. Τώρα που έχω
ακούσει το πρωτόγονο παλμό της καρδιάς μου και μετά την τιμωρία του μυαλού που
υπήρχε και το αγνόησα, ρώτα με.
Αν
με ρωτάς, δώσε μου κάτι μεταφυσικό να γυρίσω στην πρωτόγονη φυσικότητα του
παλμού. Να πάλλομαι. Να μη σκέφτομαι ότι πάλλομαι. Να είμαι ένας εξαρτημένος
ανεξάρτητος. Η κοινωνία χρειάζεται μάτσο λογικές
και το δικό μου μυαλό πονάει με την καρδία του. Γι αυτό, γύρνα με στην ημέρα
22. Τότε που χτύπησε η καρδιά μου πρώτη φορά και το μυαλό μου ήταν ακόμη
άμορφο. Εκεί που άκουγα τα ήρεμα νερά και άγγιζα το τίποτα στη μοναχικότητά
μου. Να πάλλομαι, να παρασύρομαι. Στην ημέρα 22.
Α. Μπακακουλης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου