Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Για τις πόλεις που κοιμούνται


Σε ένα χρονικό σημείο που οι αναμνήσεις του εγκλεισμού φαντάζουν μακριά (αλλά σαν να ξαναπλησιάζουν), έχει ίσως μεγαλύτερη αξία ένα σχόλιο με αφορμή την ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Κεκάτου με τίτλο «Όταν κοιμάσαι ο κόσμος αδειάζει» που κυκλοφόρησε στα πλαίσια του project ‘’ENTER’’ του Ιδρύματος Ωνάση[1]. Η ταινία αποτελεί μόνο την αφορμή του παρόντος, γιατί εκκινώντας από την προσέγγιση του σκηνοθέτη στην πανδημία και το γενικευμένο lockdown, είναι ενδιαφέρον να μεταπηδήσουμε σε ένα άρθρο του Γιάννη Κτενά στην Εφημερίδα των Συντακτών για τον επίκαιρο χαρακτήρα του βιβλίου του J. Crary «24/7. Ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου». Το αξιοπερίεργο λοιπόν είναι καταρχάς τι κάνει δύο ανθρώπους, με αφορμή το ίδιο γεγονός, να καταλήξουν σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις και το τελικό ερώτημα είναι ο απελευθερωτικός χαρακτήρας που μπορεί να ενέχει η  τέχνη, όταν μας οδηγεί μέσω της κριτικής αλληλεπίδρασης με το καλλιτεχνικό έργο στο άκρως πολιτικό ερώτημα του πώς θέλουμε να ζήσουμε.

Η ταινία μικρού μήκους του Βασίλη Κεκάτου «As you sleep the world empties» φαίνεται να βρήκε γρήγορα θαυμαστές, αν θεωρήσουμε κριτήριο του σήμερα τα απανταχού timelines. Θέμα αυτής ένας κόσμος που έχει πληγεί από την επιδημία του ύπνου. Κανείς δεν ξέρει πότε θα ξυπνήσουν οι άνθρωποι και ένα αγόρι προσπαθεί να αποτυπώσει την ομορφιά που βρίσκεται έξω για να τη δει το κορίτσι του, όταν ξυπνήσει. Η καλλιτεχνική αξία της ταινίας δεν αμφισβητείται, άλλωστε υπάρχουν άτομα πολύ πιο «αρμόδια» για να ασχοληθούν με το ερώτημα αυτό και με αυτή τη φωτογραφία και μουσική δεν έχουμε να πούμε και πολλά… Αυτό που καθίσταται άξιο απορίας είναι το γιατί ο σκηνοθέτης νιώθει την ανάγκη να μιλήσει για μια «πανδημία ύπνου» και γιατί παραλληλίζει τον ύπνο με το αίσθημα κενότητας που ζήσαμε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας – μακριά από τη ζωή.

Ήδη από τον τίτλο αυτό νιώθει κανείς. Πώς γίνεται ο κόσμος να αδειάζει, αν οι άνθρωποι είναι ακόμα εκεί; Η απάντηση είναι ότι όλοι κοιμούνται. Η χρήση του ύπνου είναι φυσικά μεταφορά, για να αποδώσει τα αισθήματά μας κλεισμένοι στα σπίτια – την απουσία μας από τη ζωή. Το αίσθημα κενότητας επανέρχεται άλλωστε στην ταινία παραπάνω από μια φορές. Ήδη από το 0:47 ο πρωταγωνιστής μιλά για σπίτια που παριστάνουν (αφού δεν είναι) τα εγκαταλελειμμένα. Αντίστοιχα, κλείνοντας στο 10:45 λέει στο κορίτσι «ήθελα απλά να σου δείξω πως ο κόσμος είναι άδειος και θα ήθελα πολύ να πηγαίναμε μια βόλτα μαζί». Γιατί όμως ο πρωταγωνιστής δεν κοιμάται; Ο έρωτας είναι η απάντηση. Νοηματοδοτεί κατ’ αυτόν τον τρόπο το να συνεχίσει να ζει, να καταγράψει τη ζωή που υπάρχει ακόμη έξω, όσο οι άνθρωποι κοιμούνται με μόνο σκοπό να το δείξει σε εκείνη. Ακόμη και αν αυτή κοιμάται, ακόμη και αν δεν ξυπνήσει, ο έρωτας ως ιδέα αναδεικνύεται σε ζωογόνο δύναμη – πηγή νοήματος. Στο 07:10 αυτό θέλει να μας δείξει και ο σκηνοθέτης με το ζευγάρι μεγάλων ανθρώπων που δεν το πιάνει ο ύπνος, αφού μην έχοντας κοιμηθεί σε 40 χρόνια γάμου, έχουν πολλά αντισώματα.

Γιατί όμως ο ύπνος να αντιπαρατίθεται στη ζωή – στην απουσία από τη ζωή; Για όλους/-ες μας, συμπεριλαμβανομένου του γράφοντος, αποτελεί κοινοτοπία αυτή η θέση. Μια ολόκληρη γενιά περιμένει τις Παρασκευές και τα Σάββατα ή τα «νέα Σάββατα» για να ξενυχτήσει και να «ζήσει» πολύ μετά τα μεσάνυχτα στα μπαρ. Η καλλιτεχνική επιλογή του Β. Κεκάτου να μιλήσει για «επιδημία του ύπνου» δικαιολογείται απόλυτα στο έργο του. Προχωρώντας όμως ένα βήμα παραπέρα, διερωτάται κανείς, τι λόγο είχαμε να ξενυχτάμε όλοι/-ες κατά τη διάρκεια του lockdown, αφού τα μπαρ ήταν κλειστά. Το ρόλο του μπαρ ανέλαβαν όμως τα απανταχού chat με τις οθόνες των laptop και smartphones να φωτίζουν μέχρι πολύ αργά.

Αυτή την αντίφαση συνέλαβε και ο Γ. Κτενάς, επιλέγοντας να γράψει βιβλιοκριτική σε ένα βιβλίο που έχει ήδη κυκλοφορήσει αρκετό καιρό[2]. Η σύλληψη του Crary για έναν κόσμο που λειτουργεί 24/7 (24 ώρες – 7 μέρες την εβδομάδα) καλώς ή κακώς εξηγεί όλα τα παραπάνω ερωτήματα και γίνεται γι’ αυτό τον λόγο ιδιαίτερα επίκαιρη. Το τέλος του ύπνου προφανώς δεν είναι φυσικώς δυνατό, αλλά αυτό που θέλει να δείξει ο Αμερικανός συγγραφέας είναι ότι ο σύγχρονος κόσμος δυναστεύεται από κελεύσματα αδιάλειπτης λειτουργίας, παραγωγικότητας και αξιοποίησης του χρόνου που φαντάζει να τρέχει εναντίον μας. Ο ύπνος είναι έτσι το τελευταίο πεδίο που μένει ακατάληπτο από τα κελεύσματα της σύγχρονης κοινωνίας και γι’ αυτό και δέχεται επίθεση. Ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει λοιπόν να μην σταματά όχι μόνο να εργάζεται, αλλά να επιθυμεί - να απολαμβάνει αχόρταγα και να συμμετέχει σε αυτό το συλλογικό χορό που δεν σταματά ποτέ. Τα καταστήματα και τα γυμναστήρια που δουλεύουν 24ώρες το 24ωρο βρίσκονται  εκεί άλλωστε για να μας θυμίζουν ποιος είναι ο στόχος, αν ο άνθρωπος καταφέρει να γίνει και σώματι μηχανή (για αναλυτικότερη παρουσίαση του βιβλίου καλύτερα να διαβάσετε την βιβλιοκριτική του Γ. Κτενά στο link παρακάτω).

Αυτά και φυσικά δεν σημαίνουν ότι η ταινία του Β. Κεκάτου πρέπει να δεχτεί για τους λόγους αυτούς κακή κριτική. Κάθε άλλο, η καλή τέχνη καταφέρνει να καταγράψει μια αλήθεια μιας εποχής και αυτή το κατάφερε. Το διακύβευμα όμως είναι η τέχνη να τροφοδοτεί το συλλογικό στοχασμό και να μην γίνεται αντικείμενο παθητικής παρακολούθησης σαν να είναι μια διαφήμιση στις οθόνες μας. Αν τα πράξουμε αυτά ίσως να σκεφτούμε τη σημασία του ύπνου για τον έρωτα στην «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» του Μ. Κούντερα, ακόμα και την απελευθερωτική δύναμη του ονείρου στο σινεμά του D. Lynch. Με τροφή τα καλλιτεχνικά έργα ή και βιβλία σαν αυτό του Crary, καθίσταται λοιπόν αναγκαίο να αναθεωρήσουμε πολιτικά τον εξουθενωτικό τρόπο ζωής που νιώθουμε αναγκασμένοι/-ες να ακολουθήσουμε. Έτσι, μια  ανάσα από την αγωνία για παραγωγικότητα, δημιουργικότητα και υπεραπόλαυση ίσως είναι δυνατή.
                                                               
                                                             
                                                                                                    Κ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

της λήθης το πηγάδι

·         λήθη   <   αρχαία ελληνική   λήθη   <   λήθω ουσιαστικό,  θηλυκό Ορισμός : η  λησμονιά , το σβήσιμο από τη μνήμη, το να μη θυμάσαι πια                  η  λησμονιά , η κατάσταση κατά την οποία δεν σε θυμάται κανείς ·         Συγγενικές λέξεις: λάθος, λαθραίος, αλήθεια       Άραγε πόσα άτομα αναγκάστηκες να ξεχάσεις και να αφήσεις πίσω και πόσα ακόμα θα υπάρξουν στη ζωή σου; Κάποια από αυτά τα επέλεξες εσύ, κάποια λαθραία εισέβαλαν στη ζωή σου, μα όλα κατέληξαν να σου είναι απαραίτητα. Και όμως ήρθε η μέρα που τα άτομα αυτά σε πρόδωσαν, σε πλήγωσαν, σε απέρριψαν. Ήταν λάθος σου που τους επέτρεψες να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι σου; Δεν έχει σημασία πια. Το μόνο που προσπαθείς μανιωδώς είναι να απαλλαγείς από το αίσθημα του θυμού, την απώλειας, της απόγνωση...

Όλα μου τα'μαθες μα ξέχασες ένα πράγμα.

      Είμαστε τελικά πολύ περίεργα όντα εμείς οι άνθρωποι. Μπερδεύουμε την απλή ύπαρξη με την πραγματική ζωή και επιτρέπουμε να χαθεί πολύτιμος χρόνος βυθισμένοι στα προβλήματα και στο εγώ μας. Ενώ λοιπόν βρισκόμαστε παγιδευμένοι στη δίνη των ανεξέλεγκτων ρυθμών της εποχής που-αν μη τι άλλο- μας επιβάλλει να θεριεύουμε τη ματαιοδοξία και τη φιλαυτία μας, κάπου εκεί στο βάθος υπάρχει μια διέξοδος απ´όλα αυτά, η οποία ακούει στο όνομα αγάπη. Φαντάζει όντως πολύ ουτοπικό και ρομαντικό μέχρι τη στιγμή που έρχεται η σειρά σου να το βιώσεις.      Υπήρχαν πάντοτε δύο είδη του  « σ´αγαπώ »  που κατέκρινα: αυτά που δεν εκφράστηκαν ποτέ και εκείνα που συνηθίζουν πλέον να ξεστομίζουν οι άνθρωποι με την πρώτη ευκαιρία βιαστικά και επιπόλαια στους άλλους. Γενικότερα, η σχέση μου με την αγάπη υπήρξε  « περίεργη »  κατά το παρελθόν, καθώς σπάνια εξέφραζα λόγια αγάπης πολλώ δε μάλλον το  « σ´αγαπώ μου » . Αυτή η αντιμετώπιση ίσως και να...

Γιατί πονάει τόσο η αγάπη;

«Γιατί πονάει τόσο η αγάπη;»… Θυμάσαι τότε που με ρώτησες; Είχα σαστίσει. Ήθελα να σε πάρω αγκαλιά και να σου φωνάξω πως δεν πονάει, πως ότι πονάει δεν είναι αγάπη και πως όλα θα πάνε καλά. Αλλά δεν το έκανα, ήξερα πως θα έλεγα ψέματα. Ναι, η αγάπη πονάει… Με τον δικό της τρόπο. Είναι ένας πόνος γλυκός, ζεστός, ίσως ακόμα και δίκαιος. Είναι ένας πόνος που θυμίζει εσένα και αυτό είναι που τον κάνει τόσο άσχημο. Με μία τόσο απλή ερώτηση με έριξες σε σκέψεις. «Γιατί δεν είναι εύκολη». Τι άλλο να σου έλεγα; Είναι το μόνο που ξέρω για την αγάπη και το έμαθα με τον δύσκολο τρόπο, όπως όλοι μας. Αν ήταν κάτι το εύκολο, η αγάπη, δε θα είχε τόση αξία, θα την βαριόμασταν γρήγορα. Αν ήταν τόσο εύκολο το να αγαπήσεις και να αγαπηθείς θα ήταν όλα όμορφα και ρόδινα, τόσο που θα χάναμε την όρεξη να την κυνηγήσουμε. Πονάει, λοιπόν, για να σου δείξει την αξία της, εκεί κατέληξα. Δύο τρόπους έχει για να μιλήσει η αγάπη. Τον έναν μπορείς να τον πεις και έρωτα… Αυτό το συναίσθημα που σε κάνε...