Γυρνώντας από τη σχολή, μόλις μπαίνω στο μετρό βάζω τα ακουστικά μου και αφήνομαι στις ετερόκλιτες μελωδίες των τραγουδιών. Δεν κοιμήθηκα χτες το βράδυ, η κούραση μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι, ενώ στο μυαλό μου τριγυρίζουν ακόμα θεωρήματα, συναρτήσεις, αποδείξεις και κανόνες που δεν αφήνουν τις σκέψεις μου σε ησυχία. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια, για να ανακουφίσω την παρόρμησή μου να κοιμηθώ, και σε βλέπω μπροστά μου. Πάλι αυτό το τραγούδι; Γιατί δε μπορώ να αντισταθώ και πάντα το επιλέγω χωρίς κανένα δισταγμό;
Όταν σε κοίταξα πρώτη φορά ένιωσα ένα μείγμα οικειότητας και μυστηρίου, μια πρωτόγνωρη ζεστασιά την οποία προφυλάσσεις με τις κοφτερές αιχμές του βλέμματός σου. Δύο άγνωστοι άνθρωποι, δυο διαφορετικοί κόσμοι, αλλά ταυτόχρονα τόσο κοντινοί… Η ζωή είναι ένα πολύ παράξενο παιχνίδι και δύσκολο συνάμα. Είναι δύσκολο να παίζεις χωρίς να γνωρίζεις τους κανόνες, είναι όμως μαγικό να παίζεις προσπαθώντας να τους ανακαλύψεις, πόσο μάλλον όταν η ανακάλυψή τους γίνεται σκοπός του παιχνιδιού.
Τον τελευταίο καιρό αισθάνομαι πως ταξιδεύω πολύ. Ταξιδεύω σε μέρη στα οποία δεν έχω βρεθεί ποτέ, περιπλανιέμαι σε καινούριες γειτονιές, επισκέπτομαι μουσεία, αξιοθέατα σε χώρες μακρινές, γνωρίζω θρύλους, διασχίζω πόλεις κι εξοχές τις οποίες δεν έχω ακουστά. Ταξιδεύω με πυξίδα τα όνειρα τα οποία με βοηθάς να ανακαλύψω μέσα μου. Οι σκέψεις και τα λόγια σου, καυστικά, αινιγματικά, εκνευριστικά, με υποχρεώνουν διαρκώς να αναθεωρώ κάθε δεδομένο στη ζωή μου. Και να σκέφτομαι όλο και περισσότερο. Είκοσι τέσσερις φορές το δευτερόλεπτο.
Το χαμόγελο… Αχ αυτό το χαμόγελό σου! Φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπο τονίζοντας τα ιδιαίτερα, αρμονικά χαρακτηριστικά σου. Νόμιζα πως δε χαμογελούσες ποτέ, αλλά όπως αποδείχθηκε έκανα λάθος. Κι όταν μιλάς, όταν μου μιλάς, κάτι φτερουγίζει μέσα μου. Θέλω να πιστεύω πως το φτερούγισμα αυτό μαρτυρά ότι ξεδιπλώνονται τα φτερά της περιπέτειας και όχι ότι σφίγγουν γύρω μου και τρίζουν αλυσίδες που με καθηλώνουν και με αφήνουν αβοήθητη.
Είναι τόσο πολλά, πολλά και μπερδεμένα. Η ώρα περνάει, κατεβαίνω από το μετρό, παίρνω το λεωφορείο, μουρμουρίζω σιωπηλά στο ρυθμό του επόμενου τραγουδιού που αντηχεί στους έρημους διαδρόμους και στις στοές μέσα στο κεφάλι μου. Οι συνεπιβάτες με κοιτάζουν περίεργα, - δεν είναι τίποτα, η κούραση φταίει - λέω μέσα μου. Χαμηλώνω το βλέμμα κι ετοιμάζομαι νακατέβω στην επόμενη στάση. Που να γυρίζεις;
Φτάνω σπίτι, το κεφάλι μου βουίζει, δε μπορώ να σκεφτώ πλέον. Μάλλον είναι πια αργά…
Ποτέ δεν είναι αργά! Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο. Σκοτεινός ουρανός. Τ’
άστρα σβηστά. Όχι όπως εκείνο το βράδυ που είχαμε πάει να δούμε μαζί τ’ αστέρια. Προσπαθώ να διακρίνω το όριο του γαλαξία. Η θύελλα των σκέψεων καταλαγιάζει. Και βλέπω μπροστά μου, ζωντανή ανάμνηση, τον πεντάχρονο εαυτό μου να ρωτάει με απορία: «Μαμά, ποιος έσβησε τ’ αστέρια;» «Η αλαζονεία των ανθρώπων» μου είχε απαντήσει τότε. Τώρα το καταλαβαίνω, όμως.
Κοιτάζω κάτω. Είναι ψηλά. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είναι αρκετά ψηλά. Ζαλίζομαι. Μπροστά στα μάτια μου ολόκληρη η ζωή μου: ο παππούς μου που γέρος πια μου διηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, ο κήπος του με τα χιλιάδες χρώματα κι αρώματα, το πρώτο μου ποδήλατο, η αυλή του σχολείου, η δρόμοι που περπάτησα, οι βόλτες, οι φίλοι, τα ταξίδια, τα ηλιοβασιλέματα του καλοκαιριού, τα λιμάνια που αντίκρισα, η ξεχασμένη ηδονή, τα μάτια σου, η ανάσα σου, τα μικρά μας μυστικά. Τα δάκρυα, καυτά, σαν λιωμένο κεχριμπάρι, αυλακώνουν τα μάγουλά μου προτού το καταλάβω…
Και τότε σε βλέπω ξανά, στο βάθος του σκοτεινού μου δωματίου. Με κοιτάς, μου κλείνεις το μάτι και μου χαμογελάς. Με ένα νεύμα σου με κάνεις να κοιτάξω έξω από το παράθυρο, το ολοστρόγγυλο φεγγάρι που ξεπροβάλει πίσω από τα σύννεφα, τα φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα, τα φωτισμένα παράθυρα στα σπίτια τριγύρω, ένα γατάκι που νιαουρίζει παραπονεμένο στην στέγη του σπιτιού απέναντι. Κι έπειτα μέσα στο δωμάτιό μου, τις φωτογραφίες στους τοίχους, το εισιτήριο από το σινεμά και το βιβλίο με τα ποιήματα πάνω στο γραφείο, το κείμενο που έγραψα μέσα στην αγανάκτηση για την κοινωνική αδικία προχτές, θαμμένο κάτω από τις σημειώσεις και τα συγγράματα για τη σχολή. Τώρα συνειδητοποιώ πόσα βιβλία έχω να διαβάσω ακόμα, πόσα τραγούδια, ποιήματα, ταινίες… και πόσα έχω να πω, πόσα θέλω να συζητήσω με τους δικούς μου ανθρώπους και πόσα να βροντοφωνάξω σε όσους αρνούνται να αντιμετωπίσουν το κατεστημένο με όρεξη για αλλαγή. Δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου να υποχωρήσει, να επαναπαυτεί, να συμβιβαστεί… Θα σκέφτομαι, θα αγωνίζομαι, θα δημιουργώ και θα ελπίζω!
Θα σε περιμένω, μου ψιθύρισες, κι έπειτα χάθηκες με μια καληνύχτα, προτού προλάβω να απαντήσω… θα είμαι εκεί.
Φωτιά στο λιμάνι
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου