Χασομεράω στις βιτρίνες έξω απ την Ερμού και ξαφνικά την βλέπω.
Δοκιμάζει φορέματα στα ζάρα. Έχει κάπου να πάει. Την παρατηρώ ώρα, χαμογελάει
στον εαυτό της στον καθρέφτη. Είναι ένα γαλάζιο που το βάζει ξανά και ξανά.
Κοντοστέκεται, κοιτάζει την τιμή, αλλάζει γνώμη. Και τότε ξαφνικά θυμώνω.
Θυμώνω με τη δουλειά της που δεν την πληρώνει, με το βλάκα τον εργοδότη της που
δεν την ασφαλίζει, με τη γραμματεία στη σχολή της που δεν είναι ανοιχτή, με τον
πατέρα της που δεν της έμαθε ότι είναι όμορφη. Θα της το πάρω εγώ το φόρεμα και
θα γίνω ο ήρωας της μέρας της. Ανοίγω το πορτοφόλι μου. Τα λεφτά για να πληρώσω
τη δεή. Τα υπόλοιπα έγιναν εφορία, ενοίκιο, κοινόχρηστα. Δεν είναι δίκαιο, ούτε
σωστό. Ακριβώς όπως η ζωή.
Και ξαφνικά γίναμε μίζεροι, φοβισμένοι, αποτραβηγμένοι.
Εμείς που πίναμε το νοίκι μας. Εμείς που μια μέρα πριν από την εξεταστική
αποφασίζαμε να ερωτευτούμε. Εμείς που ερωτευόμασταν και ξεχνούσαμε ν’
ανασάνουμε. Εμείς που μαθαίναμε ότι θα ρθει ο Μάνου Τσάο για συναυλία στη Σόφια
και κλείναμε εισιτήρια αυθημερόν με το τρένο και ταξιδεύαμε όλη τη νύχτα με
τρελαμένους παοκτζήδες και πρεζάκια. Εμείς που ξεχνάγαμε τα βιβλία μας στα
σκαλιά στην Ιπποκράτους. Και ξέρεις τι; Δε μας ένοιαζε. Εμείς που χορεύαμε
ντραμ εντ μπας στον δρόμο πίσω απ’ τον Κεραμεικό κάθε Δευτέρα βράδυ. Θυμάσαι;
Είχε κρύο κι είχες πιει τα κέρατά σου και μετά με τράβηξες απ’ τον γιακά και με
φίλησες. Εμείς που την πατάγαμε. Που ξεχνάγαμε να πάμε στη δουλειά. Που
γκρινιάζαμε που τελείωσε τόσο γρήγορα ο Αύγουστος.
Άλλαξες. Άλλαξα.Μια κοινωνία που νυστάζει. Λουφάζουμε στον
καναπέ μας σαν να κουραστήκαμε να ζούμε μαγικά. Δε μου φτάνουν τα λεφτά για
σινεμά και κάθομαι σπίτι. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να γκρινιάζει που δε
μπορώ να πάω δουλειά γιατί έχει συλλαλητήριο στην Πανεπιστημίου. Αρχίσαμε να
γινόμαστε οι γονείς μας. Τσακώνομαι στο λεωφορείο και μετά πάντα μετανιώνω.
Ξέρεις έκοψα το κάπνισμα την προηγούμενη εβδομάδα, ακρίβυνε ο καπνός. Από τότε
που έμαθαν στη δουλειά τι ψηφίζω νιώθω αφόρητα εκτεθειμένος, νομίζω πως έρχεται
η σειρά μου. Το πιστεύεις ότι κουράστηκα να πηγαίνω διακοπές; Προτιμώ να μένω
σπίτι, έχω κουραστεί να φτιάχνω και να αδειάζω βαλίτσες. Τις προάλλες κλέψανε
τους από πάνω, κι από τότε το κλείνω το παράθυρο του μπάνιου το βράδυ. Ξέρεις,
ο υπόκοσμος αυτός εξακολουθεί να υπάρχει επειδή η κοινωνία τον χρειάζεται,
επιμένει στην ύπαρξή του και τον τροφοδοτεί, ενώ ταυτόχρονα τον αρνείται και
τον καταδιώκει. Μας θέλουν μικρούς. Μας θέλουν φοβισμένους.
Θυμώνω με τον εαυτό μου που λιποτάκτησε. Γυρίζω πίσω. Αυτό
το φόρεμα είναι δικό της, τής ανήκει. Καμιά δε θα το φορέσει όπως εκείνη.
Μπαίνω στο μαγαζί και αφήνω τα χρήματα στην πωλήτρια, διακριτικά. Δε χρειάζεται
να μάθει ποιός ήταν ο χορηγός της. Βγαίνω στο δρόμο, κατεβαίνω με δύναμη τα
σκαλιά. Τα τελευταία μας λεφτά ας τα φάει ο έρωτας. Οι χειμώνες μας είναι
ατέλειωτοι και ο κόσμος ένα αρκετά μικρό μέρος. Άρπαξε το κορίτσι σου και φίλα
το.
το κορίτσι του μετρό
Εξαιρετικό άρθρο, υπέροχο πραγματικά, δεν έχω λόγια... Συγχαρητήρια! Με κάνατε να χαμογελάσω πραγματικά μετά από πολύ καιρό... Δεν πίστευα ότι υπάρχουν πλέον τέτοιοι άνθρωποι <3
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλά ευχαριστώ!!το λάθος είναι οτι υπάρχουν οι άνθρωποι, αλλά μένουν ''κομπάρσοι'' σ αυτή τη κοινωνία
Διαγραφή