Δεν ξέρω αν είναι καλό να παριστάνω τη ζωή στο καλούπι της δικιάς μου εικόνας, γι' αυτό αποφάσισα να ελευθερώσω την εικόνα αυτή από τα δεσμά του μυαλού μου και μετά να φτιάξω άλλη, ή και καμία, δεν ξέρω. Μα τώρα νομίζω πως η ζωή μου είναι ένα τρένο, με επιβάτες που δε γνωρίζουν σε ποια στάση θα κατέβουν. Στο βαγόνι που μπήκα τυχαία υπήρχαν ήδη άνθρωποι, έπειτα ήρθαν άλλοι. Κάποιοι πέρασαν ξυστά μου, κάποιοι κάτσαν δίπλα μου. Κι όταν μια θέση άδειαζε, καμιά φορά ξεβολευόμουν και καθόμουν δίπλα σε ανθρώπους που εγώ επέλεγα. Άλλοι δεν μπήκαν ποτέ στο βαγόνι μου και άλλοι μου πάτησαν το πόδι μα συγγνώμη δε μου ζήτησαν. Με πολλούς ανταλλάξαμε βλέμματα μα κατέβηκαν σε διαφορετική στάση και με λίγους θα φτάσω μαζί μέχρι το τέρμα. Μπορεί και με πολλούς. Δεν ξέρω.
Πάντα με τραβούσαν σαν μαγνήτης τα άδεια καθίσματα δίπλα από περίεργους ανθρώπους. Κάτι θα είχαν πάνω τους, ίσως ένα βιβλίο που μιλούσε για επαναστάσεις την ώρα που όλοι στήριζαν το πιγούνι τους στην παλάμη του δεξιού χεριού και τον αγκώνα τους στο γόνατο. Ίσως μια μελαγχολία που έφερνε μια όμορφη μοναχικότητα με το βλέμμα στραμμένο στην κίνηση των σπιτιών και των δέντρων, την ώρα που όλοι είχαν κάτι ανούσιο να πουν και φοβόντουσαν να κλείσουν λίγο τα μάτια, να κάνουν διάλογο με τις σκέψεις στους. Αυτοί, δε, που σηκώνονταν για να κάτσει κάποιος που έμοιαζε αδύναμος, ήταν η δικιά μου, κρυφή αδυναμία. Με τέτοιους ανθρώπους δενόμουνα. Με ταξίδευαν στα δικά τους κύματα, μου ξετύλιγαν ένα καινούριο μυθιστόρημα και μου αναποδογύριζαν την καρέκλα που καθόμουν για να δω και άλλα τοπία.
Είμαι περίεργη γι' αυτούς που πέρασαν τη διπλανή πόρτα και ποτέ δεν είδα και ενθουσιασμένη, με καρδιά δρομέα, όταν η επόμενη στάση πλησιάζει. Ανοίγει η πόρτα ελευθερώνεται παλιός αέρας, μπαίνει με φόρα καινούριος και σφυρίζει στ' αυτιά σου και σε ανασκουμπώνει. Όσο υπάρχουν κι έρχονται περίεργοι, τα πόδια μου είναι ριζωμένα στο ίδιο βαγόνι. Όλο και ενθουσιάζομαι μαζί τους και δεν κρατάω επιφυλάξεις. Εδώ που τα λέμε, ό,τι και να αρχίσω αφήνομαι με ορμή και με παρασύρει, δε βάζω προστατευτικά. Πόσο μάλλον στις ανθρώπινες σχέσεις. Αφήνω τον εαυτό μου πάνω τους και δίνω χωρίς να ζητάω τίποτα και παίρνω πριν καν να δώσω. Έτσι μπορώ να υπάρχω, αυτά με ριζώνουν στο βαγόνι. Με περίεργους που έκατσα δίπλα, θα φτάσουμε μαζί ως το τέρμα κι ας περάσει το τρένο από χίλια κύματα. Το ξέρω σου λέω, μη με ρωτάς γιατί.
Ξέρεις τι δεν κατάλαβα ποτέ μου; Τους περίεργους που κατέβηκαν σε στάση διαφορετική. Αυτούς, που όσος χρόνος κι αν περάσει, δε θα εξηγήσω ποτέ γιατί φύγανε. Αφού παίρναμε τις κιθάρες μας και τραγουδούσαμε στο τρένο μαζί σου λέω. Γελούσαμε με τις φάτσες μας. Μιλούσαμε και νιώθαμε πλήρεις. Ψάχναμε σε ανθρώπους τα βλέμματα τα δικά μας. Εκεί είχαμε φτάσει ρε. Να βάζουμε κριτήρια στους ανθρώπους χωρίς να τους γνωρίσουμε, γιατί φαινόντουσαν διαφορετικά περίεργοι απ’ τη δική μας περιέργεια. Μπορεί να με κυκλώνει η ανασφάλεια της μοναξιάς ή ο κρυμμένος εγωισμός μου. Δεν ξέρω. Αλλά το συναίσθημα αυτό κάθεται σαν βαρίδι πάνω μου, που δεν έχω τη δύναμη να το βγάλω.
Το πα και πριν. Εγώ με τις ασπίδες δεν τα πήγαινα ποτέ καλά. Έτσι, γευόμουνα με όλη τη δύναμη των αισθήσεών μου την ομορφιά των ανθρώπων, αλλά τσακιζόμουν και από τη δύναμη που είχαν να με πετάνε μ’ ευκολία στο κενό. Ποτέ δεν έμαθα όμως, κι ας μην έβγαλα ποτέ το βαρίδι από πάνω μου. Και όποτε τσακιζόμουνα ερχόταν μια επόμενη στάση και έφερνε κάποιον –περίεργος μου φαινόταν- που με σήκωνε και μετά με έσπρωχνε, αλλά για τον άλλο λόγο. Για να δω τα διαφορετικά τοπία που λέγαμε, για να συνειδητοποιήσω τις πράξεις μου, για να ελευθερωθούν οι σκέψεις μου. Πάντως με τον καιρό, κάτι κατάλαβα. Κάτι που μου έλεγε ότι τη μαγεία τη βρίσκεις στα απλά, όχι στα περίεργα. Και τα απλά ήταν δυσεύρετα, όπως οι άνθρωποι που έκατσα δίπλα τους και τους νόμιζα για περίεργους. Δεν ήταν τελικά περίεργοι, εκεί κατέληξα. Ήταν οι πιο απλοί άνθρωποι, χωρίς φορεσιές, χωρίς περιττά στολίδια. Γυμνοί στο συναίσθημα, αποδέκτες του απλού εαυτού τους. Ταύτισα το περίεργο με το ασυνήθιστο. Δυστυχώς όμως, ασυνήθιστο είναι και το απλό. Και κάπου εκεί παρεξήγησα τις σκέψεις μου.
Νομίζω ότι ποτέ μου δε θα κρατήσω ασπίδα προστασίας, όσο και να μου λένε ότι θα χάσω. Οι ασπίδες μου θυμίζουν τους στρατιώτες και δε μου αρέσει η πειθαρχεία ούτε και οι βαριές στολές. Νόμιζα ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι μαγικές γιατί είναι περίπλοκες, αλλά τον μεγαλύτερο θαυμασμό στη ζωή τον ένιωσα στην απλότητα του φεγγαριού όταν το ρολόι έδειχνε οχτώ τα απογευματινά καλοκαίρια, όταν οι άνθρωποι μου εκδήλωναν απροκάλυπτα τα συναισθήματά τους χωρίς να ψάχνω το μίτο στους λαβύρινθους του μυαλού τους. Και δεν υπάρχει ενδιάμεση λύση, ούτε διαπραγμάτευση. Γιατί στα παιχνίδια που έπαιζα δε βρήκα ποτέ γελαστούς στρατιώτες.
Α.
Μπακακούλης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου