Να
ξέρεις, φίλε μου, πως ξέρω πώς είναι. Ξέρω πώς είναι να πονάει η ψυχή σου. Ξέρω
πώς είναι να βουρκώνεις με τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή δεν ξέρεις με τι να
κλάψεις. Ξέρω πώς είναι να βλέπεις πράγματα, τη
στιγμή που δε θες να βλέπεις τίποτα. Και από την άλλη, ξέρω πώς είναι να μη
βλέπεις τίποτα, τη στιγμή που θα ήθελες να βλέπεις τα πάντα.
Δεν ξέρω ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχουμε πει. Αλλά ξέρω ποιο
είναι το ψέμα που μας πληγώνει περισσότερο. «Θα είμαι δίπλα σου». Μας ενοχλεί ο
μέλλοντας; Μήπως μας ενοχλεί η λέξη «δίπλα»; Ή απλώς δεν αντέχουμε αυτές τις
λέξεις στη σειρά επειδή γνωρίζουμε όλον τον εγωισμό και την επιπολαιότητα που
κρύβεται από πίσω;
Εγωισμός, επειδή αυτός που την ξεφουρνίζει, έχει περισσότερη ανάγκη να
είναι δίπλα μας απ’ ότι εμείς δίπλα σε αυτόν. Επιπολαιότητα, γιατί δεν
αναλογίζεται την ευθύνη του μέλλοντα στις πλάτες του. Και μας γεμίζει με
ουτοπικές προσδοκίες.
Ευτυχώς, δεν έγινα ποτέ ο λόγος που κρυώνεις.
Όλα γίνονταν λιτά και απέριττα. Υπερβολικά και αληθινά. Δεν έβαζα
μέλλοντα, ούτε είπα τη φράση «θα είμαι δίπλα σου». Ίσως να την έγραψα κάποτε,
αλλά δεν την είπα. Και ξέρεις γιατί την έγραψα;
«Γιατί πώς να
μείνεις ατάραχος μπροστά στην τόση ευτυχία;»
μονονόκε
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου